- χημειοπροφύλαξη
- η, Νιατρ. η προληπτική χρήση χημειοθεραπευτικών για την παρεμπόδιση τής εμφάνισης μιας νόσου ή τών κλινικών της εκδηλώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemoprophylaxis (< χημειο-* + προφύλαξη)].
Dictionary of Greek. 2013.