χημειοπροφύλαξη

χημειοπροφύλαξη
η, Ν
ιατρ. η προληπτική χρήση χημειοθεραπευτικών για την παρεμπόδιση τής εμφάνισης μιας νόσου ή τών κλινικών της εκδηλώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chemoprophylaxis (< χημειο-* + προφύλαξη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυματίωση — Λοιμώδης νόσος, που προσβάλλει τον άνθρωπο και μερικά ζώα και προκαλείται από το μυκοβακτηρίδιο της φ., τον βάκιλλο (Mycobacterium tuberculosis) που ανακάλυψε ο Κοχ. Η φ. του ανθρώπου μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες κλινικές εικόνες και εξαρτάται …   Dictionary of Greek

  • χημει(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων, που ως επί το πλείστον έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. χημειοπροφύλαξη < αγγλ. chemoprophylaxis, χημειόσφαιρα < αγγλ. chemosphere κ.ά.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”